- ἐμπυηματικός
- ἐμπυ-ημᾰτικός, ή, όν,A suppurating, Hp. Art.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπυηματικός — ή, ό (AM ἐμπυηματικός, ή, όν) ιατρ. αυτός που εμφανίζει ή προκαλεί εμπύημα … Dictionary of Greek
εμπυηματικός — ή, ό που προκαλεί εμπύημα ή που πάσχει από εμπύημα, αποστηματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπυηματικῶν — ἐμπυηματικός suppurating fem gen pl ἐμπυηματικός suppurating masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπυϊκός — ή, ό (Α ἐμπυϊκός, ή, όν) 1. εμπυηματικός 2. αυτός που έχει εμπύημα, ο έμπυος … Dictionary of Greek
εμπυητικός — ή, ό εμπυηματικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)